- συνεπιγνώμων
- -ον, Μαυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»].
Dictionary of Greek. 2013.